Η σιωπή της Νασούλας (Μπουρουτζοπούλου Α.)
- ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΕΓΑΛΟΜΥΣΤΑΚΑ
- Jan 18
- 3 min read
Updated: Feb 22
Ακόμα μία νύχτα πέρασε, και το ξημέρωμα με βρίσκει δίπλα του, χωρίς να έχω κοιμηθεί από τα ροχαλητά του. Δεν τολμώ να διαμαρτυρηθώ, καθώς η δουλειά του τον εξαντλεί. Ο έντονος πονοκέφαλος που νιώθω φέρνει και πάλι στην επιφάνεια την ίδια εσωτερική φωνή που μου λέει να φύγω. Κοιτάζοντας όμως το αθώο προσωπάκι της κόρης μου της Γιωτούλας αλλάζω και πάλι γνώμη. Αναρωτιέμαι πόσο καιρό θα αντέξει μέχρι να αρχίσει να φοβάται κι αυτή. Η επιθυμία να την πάρω και να φύγουμε κυλάει μέσα μου αλλά φοβάμαι την κρίση του πατέρα μου και του κόσμου. Αν φύγω, θα με δείχνουν με το δάχτυλο και θα με αποκαλούν ανίκανη που δεν κατάφερα να κρατήσω το σπίτι μου. Όπως με αποκαλεί και ο ίδιος έτσι όταν κάνω κάποιο λάθος. Στον εαυτό μου επαναλαμβάνω συνεχώς ότι ο Αλέκος όσο σκληρός και να είναι, είναι ο άντρας μου. Καθώς ανάβω την ξυλόσομπα και ετοιμάζω τον τραχανά, έτοιμη να υπομείνω την κριτική του αναλογίζομαι και με πιάνει το άγχος για το αν αλάτισα δύο φορές το φαγητό. Έχω κλείσει τα μάτια μου ξέροντας τι θα συμβεί. Σιωπώ και περιμένω.…. Περιμένω να έρθει με τα στιβαρά του χέρια και να βάλει τα πράγματα σε μία σειρά, μήπως έτσι και συμμορφωθώ. Αυτός ξέρει να βάζει τα πράγματα σε τάξη, όπως κάνει και με τα αυτοκίνητα στο συνεργείο. Ένα λάθος και ξανά ενοχοποιώ τον εαυτό μου καθώς ακούω τις εσωτερικές μου φωνές.
« Πάλι το χάλασες το φαγητό Νασούλα;» και συνεχίζω να πιστεύω ότι φταίω για όλα.
Δίνω ξανά και ξανά την ευκαιρία στον εαυτό μου να φανώ καλύτερη στα μάτια του φορώντας για μάσκα τον εύθυμο χαρακτήρα μου, καλύπτοντας τα σημάδια και τις ουλές στο πρόσωπό μου με τα ατημέλητα μαλλιά μου. Το ψεύτικο χαμόγελό μου όμως δεν είναι ποτέ αρκετό γι’ αυτόν. Τον ντροπιάζει η αφέλειά μου απέναντι στους συγχωριανούς.
Αν μονάχα για μια στιγμή μπορούσε να με δει καθαρά και να αντιληφθεί τα πολλά χαρίσματα που κρύβω μέσα μου, τότε θα εκτιμούσε την αξία μου και θα ένιωθε περήφανος στο πλευρό μου. Όλα όμως τα δώρα που μου χάρισε ο Θεός έχουν χαθεί μέσα σε έναν λαβύρινθο, κι εγώ πια δεν μπορώ να τα φέρω στην επιφάνεια, ούτε καν πια να πιστέψω στον εαυτό μου. Εξακολουθώ να κρύβομαι μέσα στη σιωπή μου, αφήνοντας τον εαυτό μου ατημέλητο.
«Φέρσου επιτέλους σαν κυρία Νασούλα» Μου αποκαλεί με τη στιβαρή του φωνή «Δεν είσαι πια κανένα κοριτσάκι» Και πάλι σιωπώ υπομένοντας αυτό που ακολουθεί κάθε φορά. Αλλά όταν με αγγίζει με τα άγριά του χέρια, εγώ δεν είμαι εκεί. Ο νους μου ταξιδεύει στα λιβάδια της παιδικής μου ηλικίας, τότε που κυλιόμουν ανέμελη, ανάμεσα από τις παπαρούνες και δεν με κυρίευε ο φόβος. Σήμερα βλέπω τη Γιωτούλα με σκυθρωπό το πρόσωπο και αντιλαμβάνομαι ότι μάλλον αρχίζει να καταλαβαίνει περισσότερα από όσα δείχνει. Έμαθα τη σιωπή και να ακούω και τις δικές της εσωτερικές φωνές που αναρωτιέται αν και αυτή θα περνά τα ίδια όταν έρθει η δική της ώρα. Θέλω όσο τίποτε άλλο να την πάρω στην αγκαλιά μου και να της πω ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν μπορώ να της το υποσχεθώ. Θα είναι μάταιη κάθε μου συμβουλή ώστε να μην το επιτρέψει και η ίδια αυτό στον εαυτό της, γιατί εμένα με βρίσκει ακόμη εδώ. Στο ίδιο σπίτι, με τις ίδιες φωνές υπομένοντας κάθε εξευτελισμό.
Κι εγώ η Νασούλα να σιωπώ.
Μπουρουτζοπούλου Άρτεμις
Comments